λεπτολόγοι

λεπτολόγοι
λεπτολόγος
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψιλογνέθω — Ν 1. γνέθω σε λεπτό νήμα 2. παροιμ. «όποιος ψιλογνέθει συχνά χοντροφορεί» οι πολύ λεπτολόγοι βγαίνουν συχνά ζημιωμένοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + γνέθω] …   Dictionary of Greek

  • ινδική φιλοσοφία — Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Ινδία. Κεντρικό πρόβλημα της ι.φ. είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κύκλο της ζωής και των αναγεννήσεων –σαμσάρα– που συνδέεται με το κάρμα, δηλαδή τον καρπό των πράξεων που συντελέστηκαν σε προηγούμενες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”